Τιρολέζος

Τιρολέζος
ο, θηλ. Τιρολέζα, Ν [Τιρόλο]
1. κάτοικος τού Τιρόλου
2. αυτός που κατάγεται από το Τιρόλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Τυρολέζος — ο, θηλ. Τυρολέζα, Ν [Τυρόλό] παλαιότερη γραφή τού Τιρολέζος …   Dictionary of Greek

  • τιρολέζικος — η, ο, Ν [Τιρολέζος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Τιρόλο ή στους Τιρολέζους …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”